- ἀπόδοσιν
- ἀπόδοσιςgiving backfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
отъданиѥ — ОТЪДАНИ|Ѥ (69), ˫А с. 1.Возвращение, возврат, возмещение: мьзды ѿ||даниѥ приимете. ЖФП XII, 26–27; ѡнъ же на ѿданье злата убо не iмать. (εἰς κτίσιν) КР 1284, 294б; гонима есмь ѿ заимодавець давѧщихъ мѧ. на ѿданье (не) имѹщи. (οὐ δι’ ἀνταπόδοσιν)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
προδοματικός — ή, όν, Α [πρόδομα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προκαταβολή 2. αυτός που γίνεται με προκαταβολή («εἰς ἀπόδοσιν προδοματικῆς μισθώσεως», πάπ.) 3. αυτός που προκαταβάλλεται («προδοματικοῡ μισθοῡ», πάπ.) … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek